μεθεσμός

μεθεσμός
ο
το δεύτερο σμήνος μελισσών που βγαίνει από την κυψέλη την άνοιξη και μετά το οποίο ακολουθούν και άλλες έξοδοι σμηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἑσμός (< ἕζομαι «κάθομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”